-
1 εξοδος
ἥ1) место выхода, выход(ἔ. κατάγειος Plut.)
ἔ. ἐς θάλασσαν Her. — место впадения (реки) в море, устье;ἀποκλεισθεὴς ἐξόδου Arst. — не имеющий выхода, запертый2) анат. выходное отверстие(ἥ τῶν περιττωμάτων ἔ. Arst.)
3) физиол. выделение(τῆς σπερματικῆς περιττώσεως Arst.)
4) рождение, появление на свет(τοῦ ἐμβρύου Arst.)
5) уход, удаление, выход(ἐκ τῆς χώρης Her.)
καλλίονες εἴσοδοι τῶν ἐξόδων Eur. — приходить (в родной дом) приятнее, чем уходить6) воен. (тж. ἥ πολεμικέ ἔ. Arst.) отправление, поход(ἔξοδοι καὴ ἀγῶνες Plut.)
τέν ἐπὴ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι Her. — идти на смертный бой;ἐξόδους ἕρπειν κενάς Soph. — наступать впустую, т.е. не имея перед собой противника7) вылазка(ἔξοδον ποιεῖσθαι Thuc.)
8) (торжественное) шествие, процессия(ἔξοδοι λαμπραί Dem.)
ἐπ΄ ἐξόδῳ Her. — во время торжественного выхода9) исход, развязка, окончание, конецἐπ΄ ἐξόδῳ τῆς ἀοχῆς Xen. — с окончанием срока полномочий;
ἐπ΄ ἐξόδῳ οἶναι Thuc. — быть на исходе, кончаться10) театр. эксод, уход хора ( заключительная часть трагедии)(ἔστιν ἔ. μέρος τραγῳδίας μεθ΄ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος Arst.; ἔξοδον αὐλεῖν τινι Arph.)
11) прекращение, исчезновение(λήθη ἐπιστήμης ἔ., sc. ἐστιν Plat.)
12) кончина, смерть13) расход, платеж(οὐδεμίαν ποιεῖν ἔξοδον Polyb.)
-
2 καθαρσις
1) очищение(αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Plat.)
κ. ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων (sc. ἐστίν) Plat. — очищение есть отделение худшего от лучшего2) культ. обряд очищения(ἔστι παραπλησίη ἥ κ. τοῖσι Λυδοῖσι καὴ τοῖσι Ἕλλησι Her.; ἥ σωτηρία διὰ τῆς καθάρσεως Arst.)
3) «катарсис», очищение, возвышение(τῶν παθημάτων, ἰατρεία καὴ κ., sc. τῆς ψυχῆς Arst.)
4) физиол. очищение, выделение(τῶν περιττωμάτων, καταμηνίων Arst.)
5) мед. (гнойное) выделение(φλεγματώδης Arst.)
6) мед. очищение, оздоровление(διὰ φαρμάκων Arst.)
-
3 καθαρμος
ὅ1) культ. очищениеνίψαι καθαρμῷ τι Soph. — очистить что-л. (от злодеяний)
2) очистительная жертва, средство искупленияκαθαρμὸν τῆς χώρης ποιεῖσθαί τινα Her. — сделать кого-л. искупительной жертвой за страну ( чтобы очистить ее от тяготеющих над ней преступлений);
— (у римлян) καθαρμὸν ποιεῖσθαι τῆς δυνάμεως Polyb., Plut. (лат. lustrare exercitum) производить смотр войску ( чему предшествовало очистительное жертвоприношение)4) мед. очищение или промывание5) физиол. удаление ( из организма), извержение(τῶν περιττωμάτων Arst.)
См. также в других словарях:
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… … Dictionary of Greek
απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… … Dictionary of Greek
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
κοπρολαγνεία — η ιατρ. σεξουαλική απόκλιση που χαρακτηρίζεται από γενετήσια διέγερση η οποία προκαλείται με τη θέα, την όσφρηση ή την ψηλάφηση τών περιττωμάτων τού ερωτικά επιθυμητού ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolagnia < copro (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοπροφιλία — η (ψυχιατρ.) νοσηρή κατάσταση κατά την οποία το πάσχον άτομο αρέσκεται στις ακαθαρσίες τών περιττωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilia < copro phil (πρβλ. κοπρόφιλος) + κατάλ. ia (πρβλ. ία)] … Dictionary of Greek
σκαταιμία — η, Ν ιατρ. μόλυνση τού αίματος από απορρόφηση σηπτικών στοιχείων τών περιττωμάτων που παραμένουν για πολύ στο παχύ έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + αίμα] … Dictionary of Greek
τυφλατονία — η, Ν ιατρ. ατονία τού τυφλού εντέρου με στάση τών περιττωμάτων … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek
κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη … Dictionary of Greek